Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2014

P A U L F R I E D L Ȁ N D E R Π Λ Α Τ Ω Ν ( 2)


Συνέχεια από Τρίτη, 25 Νοεμβρίου 2014

                  P A U L   F R I E D L Ȁ N D E R
                                                       Π Λ Α Τ Ω Ν

        ( 1ος τόμος:  Η αλήθεια της ύπαρξης και η πραγματικότητα της ζωής )
                      ( Τρίτη, αναθεωρημένη και συμπληρωμένη έκδοση -
                                Walter de Gruyter u. Co, Berlin 1964 )

                 Και συναντά τον Σωκράτη ο Πλάτων. ‘Βρίσκει’ την ίδια του την απροσδιόριστη ακόμα θέληση, «να αφιερωθή παρευθύς στην κοινή φύση ή ουσία», να καθοδηγείται από εκείνο το ερώτημα (για την αρετή…) σε μιαν ιδιαίτερη κατεύθυνση. «Δεν υπάρχει τίποτα πιο επείγον για μένα απ’ το να γίνω όσο το δυνατόν ικανώτερος. Και γι’ αυτό δεν μπορεί, πιστεύω, να με βοηθήση κανείς πιο αποφασιστικά από σένα». Έτσι λέει στο ‘Συμπόσιο’ ο Αλκιβιάδης στον Σωκράτη, κι έτσι είπε ή αισθάνθηκε κι ο Πλάτων απέναντί του. Και άκουσε ή πίστεψε πως άκουσε απ’ τον Σωκράτη τα λόγια, που τον αφήνει ο ίδιος να πη σ’ έναν άλλον διάλογο στον νεαρό Αλκιβιάδη: «Χωρίς εμένα δεν μπορή να εκπληρωθή κανένα απ’ τα σχέδιά σου ͘ γιατί τόσο πολύ επηρεάζω αυτά που σε αφορούν (τα ‘πράγματά’ σου…) και εσένα». Και αναλαμβάνει έτσι την ζωή και τον θάνατο του διδασκάλου ως την ίδια του τη μοίρα.
                 Ο Πλάτων διέθετε αυτό που έλειπε, χωρίς και να του χρειάζεται, απ’ τον Σωκράτη: το ‘πλαστικό’ (που πλάθει τις μορφές…) μάτι τού Έλληνα, ένα μάτι συγγενικό με κείνο με το οποίο είδε ο Πολύκλειτος στους δρομείς και τους ακοντιστές τής παλαίστρας τον κανόνα (Kanon), και ο Φειδίας στους ‘διόμορφους’ ανθρώπους (δίοι άνδρες) την εικόνα τού Δία στον Όμηρο και συγγενικό επίσης με το μάτι, το οποίο και κατευθύνει ο έλληνας μαθηματικός στις καθαρές γεωμετρικές μορφές. Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε, ότι είχε συνείδηση αυτού τού χαρίσματος ο Πλάτων, στο οποίο και συμμετείχε περισσότερο απ' όλους τούς στοχαστές. Ή μήπως είναι συμπτωματικό, που  συναντάται σ' αυτόν, για πρώτη φορά, η μεταφορική έκφραση (Metapher) "οφθαλμός τής ψυχής";
               Πριν απ' αυτόν μίλησε βέβαια κάποτε ένας ποιητής όπως ο Αισχύλος, τολμηρά για μια 'λογική' που έχει μάτια (και βλέπει...) (φρένα ωμματωμένην), όπως αντίστροφα για μια τυφλή καρδιά ο Πίνδαρος (τυφλόν ήτορ). Και συναντά κατόπιν κανείς στους ποιητές-φιλοσόφους Παρμενίδη, Εμπεδοκλή και Επίχαρμο το αίτημα, πως θά 'πρεπε "να βλέπη κανείς με το πνεύμα", όπου και εννοείται ή εκφράζεται, σε μια μισο-ποιητική, μισο-γνωσιοκριτική αποστροφή, η αντίθεση προς τη σωματική όραση. Απόηχος αυτού στη σοφιστική είναι όταν μιλά για τους ερευνητές τού 'εκεί επάνω' (μετεωρολόγοι) ο Γοργίας, "που φανερώνουν καθαρά αυτό που δεν πιστεύουν και δεν είναι προφανές για τα μάτια στη φαντασία", ενώ αντιπαραθέτει, με σχεδόν παρόμοιο τρόπο, και ένας 'σοφιστικός' συγγραφέας ενός ιπποκρατικού κειμένου, στην όψη (την όραση...) των ματιών την όψη τού πνεύματος (η τής γνώμης όψις). Και είναι εντελώς ελληνικά όλα αυτά, ακόμα κι αν μεταξύ τους ποικίλουν. Βρίσκονται όμως ακόμα μακριά απ' τη 'σωματικότητα' και τη συστηματική σημασία τής πλατωνικής εικόνας.
               
               Μοιάζει βέβαια να μην απέχη τόσο πολύ απ' τα τελευταία αυτά παραδείγματα η φράση τού 'Συμποσίου'(219Α), ότι "αρχίζει να κοιτάζη με οξύτητα η τής διανοίας όψις, όταν αρχίζουν να χάνουν τη δική τους 'οξύτητα' τα (σωματικά...) μάτια". Όμως πηγαίνει πολύ πιο μακριά ο Πλάτων. Κι αφού απεικόνισε σ' ένα ωραίο παράδειγμα στον 'Μεγάλο Αλκιβιάδη' (Άλκιβιάδης μείζων'...) με την όραση του ανθρώπινου ματιού το γεγονός τής γνώσης, αντλεί μετά την πιο μεγάλη της δύναμη απ' αυτόν τον παραλληλισμό η παραβολή τού σπηλαίου στην 'Πολιτεία'.  Και δεν είναι καθόλου συμπτωματικό, όταν σε μια συζήτηση όπου παρομοιάζονται με ιδιαίτερη σαφήνεια "το όργανο της ψυχής, με το οποίο ο καθένας μαθαίνει", και τα σωματικά μάτια (518C) - όταν αναφέρονται εκεί τα 'μολυβένια βάρη' τής αίσθησης, που στρέφουν προς τα κάτω τήν τής ψυχής όψιν, έτσι ώστε να μη μπορή να στραφή και πάλι προς την Αλήθεια (519Β). Ενώ λέγεται αργότερα για τις μαθηματικές επιστήμες και την αστρονομία, "ότι καθαίρεται και ζωντανεύει στον καθέναν ένα όργανο της ψυχής (όργανόν τι ψυχής) μέσα απ' αυτές, που χάνεται όμως και τυφλώνεται με τις άλλες απασχολήσεις, ενώ θα ήταν πιο σημαντικό να το κρατήσουμε απ' ό,τι να είχαμε δέκα χιλιάδες μάτια: γιατί μόνον μέσα απ' αυτό μπορούμε να δούμε την Αλήθεια" (527DE). Και δεν μένει παρά ένα μικρό βήμα από 'δώ, για να ονομαστή ακριβώς "οφθαλμός τής ψυχής" εκείνο το "όργανο" (533D): που είναι θαμμένο στη λάσπη, και το ανασύρει και το οδηγεί σιγά-σιγά, επάνω προς το ύψιστο Νοητό η διαλεκτική μέθοδος, Νοητό που εξομοιώθηκε με την πιο μεγαλειώδη ακριβώς εικόνα τού ορατού κόσμου εδώ (532Β). Και βρίσκεται έτσι, προετοιμασμένη επί μακρόν και 'εγκάρδια' συνδεδεμένη με τον τελικό σκοπό αυτής τής πιο σημαντικής απ' όλες τις συνάφειες, της μεταφυσικής τού φωτός και της θέας τών Ιδεών, έτοιμη τελικά μποροστά μας η εικόνα: ερμηνευμένη κατά το πρότυπο του σώματος, έχει κι η ψυχή μάτια για να δη, μόνο που κατευθύνονται προς τις αιώνιες μορφές αυτά τα μάτια.
           Είναι ένας ποιητής, που δεν επαναλαμβάνεται εύκολα χωρίς κάποιον σκοπό στις εικόνες του ο Πλάτων. Μιλά λοιπόν για το άρμα με τα άλογα και τον ηνίοχο, και για τα φτερά τής ψυχής ο μύθος της ψυχήςστον 'Φαίδρο', κι αναγνωρίζει κανείς, γιατί δεν θα ταίριαζε εντελώς το μάτι σ' αυτήν τη συνολική εικόνα. Θα έχη ωστόσο κανείς τον 'πειρασμό', να σκεφτή την εικόνα τής 'Πολιτείας', συναντώντας ξανά και ξανά εκφράσεις απ' την περιοχή τής οράσεως. Κοιτούν αυτό που βρίσκεται έξω απ' τον ουρανό οι αθάνατες ψυχές. Και βλέπει κατά την ουράνια πορεία την ίδια τη δικαιοσύνη η διανοητική δύναμη (διάνοια) του θεού, βλέπει το μέτρο, βλέπει τη γνώση, κι αφού έχει κοιτάξει έτσι αυτό που πραγματικά υπάρχει και τράφηκε απ' αυτό, επιστρέφει πίσω 'στο σπίτι'. Απ' τις ανθρώπινες τώρα ψυχές, μπορεί να φτάση ακόμη κι η καλύτερη, με το κεφάλι μόλις τού ηνίοχου στον εξωτερικό χώρο, και να δη με κόπο εκεί το Όν. Ανήκει όμως στη φύση τής ανθρώπινης ψυχής, να έχη δη (έστω στιγμιαία...) τις ουσίες, κι όταν 'ανακεφαλαιώνη' από πολλές αντιλήψεις τη μια "μορφή" στη σκέψη του ο άνθρωπος, αυτό συμβαίνει απ΄την ανάμνηση εκείνου, που έχει δη ακολουθώντας τον θεό η ψυχή. Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε συχνά για 'τα μάτια τής ψυχής' εδώ. Ενώ μάς επιβάλλεται και ως η λύση στο αίνιγμα του 'Συμποσίου', εκεί που φανερώνει στον Σωκράτη η Διοτίμα, τί θα γνωρίση στο τέλος τής σταδιακής του οδού: καθαρό, αμιγές, αθόλωτο από κάθε θνητή ματαιότητα, και με μια μορφή (μονοειδές) θαδη το θεϊκά Ωραίο εκεί. Και «το βλέπει μ’ αυτό, με το οποίο εκείνο οράται» (ορώντι ώ ορατόν – 212Α) – και εύκολα συμπληρώνουμε: με τα μάτια τής ψυχής. Η ίδια εικόνα παρουσιάζεται και στον ‘Σοφιστή’ (254Α), μ’ έναν τέτοιον μάλιστα τρόπο, ώστε να αντιλαμβάνεται κανείς ακόμα κι από μακριά τη συνάφεια μέσα στην οποία και γεννήθηκε: μένει, χρονοτριβεί ο φιλόσοφος στο αρχέτυπο του Όντος, και δεν μπορείς να τον κοιτάξης εύκολα λόγω τής λάμψης σ’ αυτόν τον τόπο, επειδή είναι αδύναμα στους περισσότερους τα μάτια τής ψυχής, για να κατευθύνουν το βλέμμα στο Θεϊκό. Μόνο μια φορά ονομάζει ο Αριστοτέλης στην ‘Ηθική’ τη σκέψη (φρόνησις) «οφθαλμό τής ψυχής», και είναι τόσο ‘παράξενη’ μέσα στην αριστοτελική πραγματικότητα αυτή η εικόνα, που δεν μπορεί να παραγνωρίση τη σχέση προς τον Πλάτωνα κανείς. Και πρέπει να ανάγονται στην εποχή που ζούσε ακόμα ο Πλάτων οι λεπτομέρειες εκείνων τών μικρών ιστοριών, στις οποίες και κοροϊδεύουν  το «μάτι», με το οποίο και βλέπει ο Πλάτων την «αλογότητα» (την Ιδέα τού αλόγου…), ή το «πνεύμα», με το οποίο και βλέπει την «τραπεζότητα» (την Ιδέα τού τραπεζιού…), οι Κυνικοί. Και ‘χλευάζει’ και ο Επίκουρος ή κάποιος απ’ τους μαθητές του, πολεμώντας την πλατωνική κοσμολογία, για τα «μάτια τής ψυχής», με τα οποία και θα είχε δη το ‘εργαστήριο’ του κόσμου ο Πλάτων. Φαίνεται λοιπόν πως ενεργοποιήθηκε τόσο νωρίς η αναπόφευκτη ρητορεία για κείνην την ‘υψηλή’ εικόνα. Την οποία και θα τη συναντήσουμε αργότερα σε εξέχοντες κυρίως πλατωνικούς (φιλοσόφους…), τον Φίλωνα, τον Πλωτίνο, τον Πρόκλο και τον Αυγουστίνο, ή θα καταστή και με οιουσδήποτε άλλους τρόπους σαφές, ότι συλλέγεται απ’ τον κήπο τού Πλάτωνα αυτό το άνθος.
Δεν είναι πάντως καθόλου συμπτωματικό, ότι μίλησε κατ’ αρχάς ο Πλάτων, απ’ όσο γνωρίζουμε, για τον ‘οφθαλμό τής ψυχής’, ότι το πράττει όταν ‘αντικρύζη’ τούς τελικούς σκοπούς τής ‘φιλοσοφίας’ του, κι ότι ακόμα κι εκεί που δεν χρησιμοποιεί αυτές τις λέξεις, η γλώσσα του των εικόνων και του μύθου ανήκει στην ίδια περιοχή. Το με ποιον ανακάλυψε δε αυτόν τον δρόμο το δηλώνει, ορίζοντας στους διαλόγους του αποκλειστικά τον Σωκράτη  ως οδηγό προς αυτόν τον σκοπό. Ακόμα κι εκείνος που κατορθώνει να λυθή απ’ τα δεσμά και να ανεβή επάνω στον ‘μύθο’ τού σπηλαίου τής ‘Πολιτείας’, φέρει χαρακτηριστικά τού Σωκράτη. Γιατί όταν γυρίζη πίσω στους δεσμώτες και θέλει να τους «ελευθερώση και να τους οδηγήση επάνω», «θα τον σκότωναν, αρκεί να μπορούσαν να τον πιάσουν στα χέρια τους». Δεν θα μπορούσε να μας πη πιο ξεκάθαρα ο Πλάτων, ποιος τον μετέστρεψε τον ίδιον και τον οδήγησε εκεί, όπου και έμαθε να βλέπη κατ’ αρχάς τις πραγματικές σκιές τών πραγματικών πραγμάτων, μετά τα είδωλά τους, και μετά αυτά «τα ίδια» και τον «ήλιο». Είδε λοιπόν με τον Σωκράτη και τρόπον τινά σ’ αυτόν, με τα μάτια τής ψυχής «το ίδιο το Δίκαιο», ή ακόμα καλύτερα «το Δίκαιο» και επίσης «το Γενναίο», «το Μετρημένο», «το Σοφό», γενικά «τις Αρετές» και «την Αρετή». Όλοι οι άνθρωποι μιλούσαν βέβαια γι’ αυτήν, αν διδάσκεται ή όχι, κι ο καθένας εννοούσε και κάτι άλλο με το φθαρμένο όνομά της, και πιο πολύ ο καθένας αυτό που επιθυμούσε. Όμως ο Σωκράτης είναι ο μοναδικός που δεν την αναζητά μόνο με τα λόγια – παρ’ όλο που κι αυτό το εξασκεί πολύ πιο σοβαρά και αδιάλειπτα απ’ ό,τι οι άλλοι - , αλλά εγγυάται με την ζωή και τον θάνατό του την ύπαρξή της, και που στη δική του ύπαρξη βλέπουν άμεσα τα «μάτια τής ψυχής» του Πλάτωνα να εικονίζονται εκείνες οι ‘μορφές’.
Γιατί τί σημαίνει Είδος και Ιδέα; Κάτι στο οποίο μάς ανοίγει πρόσβαση η όραση. Και μπορεί να είναι αρχικά περισσότερο η «θέα» η Ιδέα, εκεί όπου συνενώνονται η ενέργεια της όρασης κι αυτό που γίνεται ορατό στο μάτι, και περισσότερο το Ορατό κι αυτό που οράται το Είδος, η εικόνα κι η μορφή ως αντικείμενο της όρασης. Έγιναν εν πάση περιπτώσει σχεδόν εναλλακτικές αναμεταξύ τους οι δυό λέξεις. Και υπάρχει και η άποψη, ότι ‘εξευγενίστηκε’ με τον καιρό λιγότερο ή περισσότερο το νόημά τους. Θα ήταν πιο εύστοχο ωστόσο να πούμε, πως στραφήκαμε απ’ την εξωτερική όψη στην εσωτερική μορφή και διάρθρωση. Μιλά ο Ηρόδοτος για «φύλλα τέτοιας μορφής και είδους» (φύλλα τοιήσδε ιδέας) και εννοεί την καυστική επίδραση των χυμών, κάτι άρα που δεν είναι άμεσα ορατό, και για κάποιον «που σκέπτεται με διπλή μορφή» (εφρόνησαν διφασίας ιδέας). Και αρνούνται απέναντι στους φυσικούς οι γιατροί τής Ιωνίας, «ότι υπάρχει ένα καθ’ εαυτό Θερμό ή Ψυχρό ή Ξηρό ή Υγρό, που δεν κοινωνεί με καμμιάν άλλη μορφή τής ύπαρξης» (μηδενί άλλω είδει κοινωνέον, Π. αρχ. ιητρ. Ι 605 L), ή μιλούν για τις «τέσσερις μορφές τού Υγρού» (τέσσαρες ιδέαι τού υγρού, Περί γονής VII 474, Περί νούσων VII542),  τη βλέννα, τη χολή, το νερό και το αίμα, ή για τον «γλυκό χυμό» (γλυκύς χυμός), που μετατρέπεται σε μιαν άλλη «μορφή» (εις άλλο είδος, Π. αρχ. ιητρ. Ι 635), ή για τις πολλές «μορφές τών ασθενειών» (πολλαί ιδέαι τών νουσημάτων, Π. φύσ. ανθρ. VI 36), στις οποίες και αντιστοιχεί η πολλαπλότητα της θεραπευτικής τέχνης, ή και για τα «είδη» (όπως λέμε) τών επιδέσεων, του πυρετού, των φαρμάκων.  Υπάρχει σίγουρα κάτι το ταξινομικό σ’ αυτά, αλλά είναι ακριβώς η σκέψη τής μορφής που κυριαρχεί και διέπει εδώ την ταξινόμηση (όπως και αλλού η σκέψη τού γένους – γένος, έθνος – ή η τροπή κι ο τρόπος – τρόπος - ). Και μιλούν οι ίδιοι συγγραφείς για την «κονδυλώδη μορφή» (είδος κονδυλώδες) ενός μηριαίου οστού ή για το ότι έχουν τη «μορφή» τής καρδιάς τα νεφρά, ή για κάτι πιο εσωτερικό ξανά, για «τη φύση τού ανθρώπου, της ηλικίας και της μορφής» (τήν τε ηλικίην καί τό είδοςVII52), τα οποία και θά ’πρεπε να προσέχη ο ιατρός. Ο δε Αριστοφάνης ανεβάζει «συνέχεια νέες διαμορφώσεις» στη σκηνή (αεί καινάς ιδέας εισφέρων), και τραγουδά «μιαν άλλη μορφή ύμνων» (ετέραν ύμνων ιδέαν) ο χορός του. Ενώ χρησιμοποιεί τη λέξη ιδέα σχεδόν πάντοτε αποδυναμωμένη, σαν ένα «κατ’ αυτόν τον τρόπο», σύμφωνα με τους εμηνευτές του ο Θουκυδίδης. Θα μιλούσαμε βέβαια κι εμείς για «πολλά είδη πολέμου», για «κάθε είδος θανάτου», για «κάθε είδος ή τρόπο φυγής και αφανισμού». Αλλά τί μας υποχρεώνει και να πιστέψουμε, ότι εκεί που μας λείπει μια σαφής αποτύπωση (ή: διατύπωση…), θά ’πρεπε να έχη λείψει κι απ’ τους Έλληνες; Μιλάμε βέβαια και μεις για την «εικόνα τής νόσου» (είδος τής νόσου, τό νόσημα τοιούτον ήν επί πάν τήν ιδέαν), και θα μπορούσε σίγουρα, συχνά να μας παρωθήση ένα πολύ πιο αισθητό γλωσσικό αίσθημα απ’ το δικό μας σε κάτι το ορατό και θεατό, εκεί όπου «μεταφράζουμε» την «ορατή μορφή» με μιαν άτονη, αμυδρή και ‘θαμπή’ γενική λέξη ή με την κατάληξη –ότητα, θε-ότητα ή πραγματικ-ότητα.
Ο Πλάτων ‘μοιράζεται’ εντελώς τη συνηθισμένη χρήση τών λέξεωνΕίδος και Ιδέα, και δεν μας επιτρέπεται να δούμε ούτε σ’ αυτόν πιο γενικά και πιο ‘άμορφα’ αυτό που αποτυπώνεται οξύτερα στην ελληνική γλώσσα. Θα μπορούσε σίγουρα να πη, ότι παράγεται απ’ τους ταιριαστούς ήχους ως μια ενότητα η συλλαβή. Λέει όμως: ως μια ενιαία μορφή, ένα ενιαίο δημιούργημα (μία ιδέα εξ εκάστων τών συναρμοττόντων στοιχείων η συλλαβή – Θεαίτητος 204Α), κάτι που μπορεί κανείς να το «δη». Και δεν ρωτά, αν είναι μια δυάδα ή μια τριάδα η ψυχή ο Πλάτων, ούτε κι αν έχη δύο ή τρία μέρη, αλλά αν είναι, αν έχη δυό ή τρεις «μορφές», εννοώντας έτσι τη ‘συναγμένη’ στον εαυτό της και απτόμενη τρόπον τινά με τη ματιά αυτοτέλεια της κάθε «μορφής». Όταν ονομάζη λοιπόν κάποτε τελικά, εκείνο το «πραγματικά Δίκαιο», εκείνο το «όντως Ωραίο», κι εκείνο το «ίδιο το Αγαθό» ως Είδος επίσης και Ιδέα, δεν θα φανούμε τόσο ‘κουτοί’, ώστε να χρησιμοποιήσουμε την αποσκληρυμμένη ήδη εννοιολογικά, ξένη (άγνωστη, ασυνήθη για μας…) λέξη τής Ιδέας. Και θα προφυλαχθούμε επίσης απ’ το να μιλήσουμε για «διδασκαλία τών Ιδεών», και αναφέρομαι στον ηλικιωμένο Πλάτωνα, στον οποίον και συναντάται αναμφίβολα αυτό το παγειωμένο πλαίσιο σκέψης τουλάχιστον μια φορά (τή τών ειδών σοφία τή καλή ταύτη (δοτικές…) – 7η Επιστολή 322D). Ενώ θα έχη και πολύ μικρή σημασία για μας , εκεί όπου ‘συνέλαβε’ τέτοια ονόματα ο Πλάτων, αν ήταν οι ιατροί, οι φυσικοί ή οι ρήτορες που χαρακτήριζαν τη συνολική εικόνα μιας αρρώστιας ή τις βασικές ουσίες ενός σώματος (βλέννα, χολή και αίμα) ή τις εκλαμβανόμενες ως σταθερές πραγματικότητες καταστάσεις τού «Θερμού και Ψυχρού» ή τα φυσικά «άτομα» ή μορφές τού λόγου ως «σχήματα» ή «τρόπους», ή αν ήταν ησυνηθισμένη γλώσσα, που είχε πράγματι, συχνότερα από οποιονδήποτε άλλον λαό στους Έλληνες την αφορμή, να χρησιμοποιή λέξεις απ’ αυτό το πεδίο. «Ορατή μορφή», έτσι ονόμαζε – χωρίς να παραβλέπη μια σταθερή ορολογία, αλλά και με ένα αίσθημα ίσως τής παραδοξότητας (Paradoxie) της έκφρασης – τις αόρατες αιώνιες ουσίες ή οντότητες, επειδή έμοιαζε να εκφράζη ακριβώς αυτή η λέξη περισσότερο από όλες τις άλλες τής γλώσσας του το ότι ήταν γι’ αυτόν το «όντως Δίκαιο» και το «ίδιο το Γενναίο» ένα Κάτι, το οποίο και μπορούσε να το δη με τα ‘μάτια τής ψυχής’.
Ο Σωκράτης ήταν, όπως λέμε απ’ την εποχή τού Αριστοτέλη, αυτός που ανακάλυψε την έννοια και τον ορισμό, κι ο Πλάτων ‘έφτιαξε’ απ’ την έννοια την Ιδέα. Πώς ‘φαίνεται’ λοιπόν αυτό που είναι Ζωντανό, το Ζων, και που προβάλλεται εδώ στο επίπεδο της εννοιλογικο-ιστορικής αφαίρεσης; Και ρωτούσε βέβαια δίχως να κουράζεται ο Σωκράτης: τί είναι η Δικαιοσύνη, τί είναι το Αγαθό, και τί είναι η Πόλις (Polis) ή ο Πολίτης (Polites) ή η Δημοκρατία, και τί είναι η Τέχνη ή η Σοφία (Sophia) ή γενικώς αυτό, για το οποίο κάθε φορά μιλάτε; Και ‘κατανάλωνε’ ακαταπόνητη εργασία τού Λόγου (Logos) στον διάλογο σ’ αυτά τα ανανεούμενα πάντοτε ερωτήματα. Δεν ήταν όμως ο προσδιορισμός μιας έννοιας ο τελικός του στόχος, καθώς δεν μπορούσε ποτέ να σταματήση σ’ έναν ορισμό, στον οποίον και έφτανε. Γιατί πίσω από κάθε ξεχωριστό ερώτημα και πίσω από όλα τα ερωτήματα συνολικά βρισκόταν το τελευταίο: πώς έπρεπε να ζήση υπηρετώντας την πόλη ο άνθρωπος, η οποία ‘θέλει’ τον ενάρετον άνθρωπο, και υπηρετώντας τον Θεό, που ‘θέλει’ τον αγαθό άνθρωπο στη διευθετημένη (νομοθετημένη…) πόλη. Κι επειδή ήταν ο ίδιος αυτός ο άνθρωπος, γι’ αυτό και γνώριζε ο Σωκράτης, ότι υπήρχε μια απάντηση, και προσδιορίζονταν απ’ αυτήν τη γνώση η μορφή τού Διαλόγου του. Και έστρεφε με τα ερωτήματά του προς τα εκεί τούς άλλους, όπου και έπρεπε να υπάρχη αυτή η απάντηση. Ρωτούσε: τί είναι…; Έπρεπε να είναι λοιπόν μια ύπαρξη, κι ένα Όν. Μόνον όμως τα μάτια τού Πλάτωνα είδαν, και βρήκε στο Είδος αυτό που δίδασκε, κι αυτό που ζούσε ο Σωκράτης.
Δεν πρόκειται για μια βιογραφική βέβαια περιέργεια, που θα είχε εξάλλου εδώ λιγότερο από οπουδήποτε αλλού θέση, όταν θέλουμε διαισθητικά να αντιληφθούμε, πώς συνέλαβε την «Ιδέα» ο Πλάτων. Και θα έχη γίνει και σαφές, ότι δεν πραγματευόμαστε μ’ αυτό κάτι ιστορικά ή βιογραφικά πιθανώς σημαντικό, ασήμαντο όμως εντέλει φιλοσοφικά. Έχει μιαν πάνω από δυό χιλιάδες χρόνια ιστορία η Ιδέα, και δεν επιβαρύνθηκε καμμιά λέξη τής φιλοσοφικής γλώσσας πιο ισχυρά με τη διανοητική εργασία τών αιώνων. Μόνον το πλατωνικό Είδος δεν είναιφιλοσοφία απ’ τη φιλοσοφία, όπως απ’ την εποχή τού Πλάτωνα και ουσιαστικά μέσα απ’ αυτόν κάθε έρευνα των Ιδεών. Και είναι γι’ αυτό ακριβώς αναγκαίο, να καταστήσουμε ξανά ορατή, τρόπον τινά στην αθωότητά της την έννοια. Δεν μπορεί να υπάρχη βέβαια μια ιστορική παράδοση για το «αρχικό βίωμα» του Πλάτωνα. Αντί γι’ αυτό ισχύει όμως, να μην επιτρέψουμε να ξεγελαστούμε απ’ την ‘άποψη’ που ακόμα και σήμερα δεν έχει εντελώς εγκαταλειφθή: ότι το Εναργές (το Παραστατικό…), το Αισθητικό και το Διαισθητικό τής Ιδέας – που δύσκολα μπορούσε και να το παραγνωρίση κανείς – ήταν μια πιθανώς ‘συγγνωστή’ (που μπορούμε δηλ. να τη ‘συγχωρέσουμε’!...), γνήσια πάντως ελληνική ‘κατολίσθηση’, αλλά μια κατολίσθηση ωστόσο απ’ την καθαρότητα της έννοιας, και ένα «διανοητικό προπατορικό αμάρτημα»· - και να εκλάβουμε μάλλον, εντελώς απλά και αισθητικά τα ονόματα, με τα οποία και χαρακτηρίζει την εμπειρία του ο Πλάτων, βλέποντάς τα μαζί με τους μύθους και τις εικόνες του. Και ακριβώς εξαιτίας εκείνης τής αρχής και προέλευσης, δεν μας επιτρέπεται να περιγράψουμε εκ των προτέρων εννοιολογικά, «τί είναι η Ιδέα», η οποία αξίζει άλλωστε και για τον Πλάτωνα περισσότερο από κάθε τι άλλο να εννοιολογηθή, δεν μπορεί όμως ποτέ να εκφρασθή πλήρως με έννοιες. Προφυλασσόμαστε όμως επίσης και απ’ το να καθορίσουμε οτιδήποτε για το είδος τής «διαίσθησης» και θέλουμε να προειδοποιήσουμε κατηγορηματικά, απ’ το να την περιγράψουμε ως μιαν εκστατική πράξη με τη σημερινά συνηθισμένη έννοια της λέξης. Δεν γίνεται εδώ παρά η ‘απόπειρα’, να προσδιορίσουμε το σημείο, όπου και συνάντησε αναζητώντας την αληθινή Πολιτεία εκείνην την περιοχή ο Πλάτων, που για να την χαρακτηρίση τού ‘χρησίμευσαν’ οι λέξεις Είδος και Ιδέα. Θα πρέπη όμως να ‘εισχωρήσουμε’ τότε απ’ αυτό το σημείο και στο Σύνολο ή Όλον.
Όποιος έβλεπε τις αιώνιες μορφές με τα μάτια τής ψυχής, τόσο σίγουρα, ή μάλλον ασύγκριτα πιο σίγουρα απ’ ό,τι τις γήινες με τα σωματικά μάτια, γι’ αυτόν είχαν χάσει οι «διπλοί λόγοι» τών σοφιστών κάθε νόημα. Το ότι ήταν καλό και κακό ένα· το ότι ήταν το ίδιο πράγμα για τον μεν καλό και για τον άλλον κακό, και για τον ίδιον άνθρωπο άλλοτε καλό και άλλοτε κακό· και ότι το ίδιο συνέβαινε με το Ωραίο και το Άσχημο, το Δίκαιο και το Άδικο, το Αληθινό και το Ψευδές: όλα αυτά αποδεικνύονταν ένα ‘παιχνίδι’ με άδειες λέξεις γι’ αυτόν, που είχε δη το «Ωραίο» και το «Δίκαιο» και το «Αληθινό». Και δεν μπορούσε να ρωτήση κανείς πια, αν υπάρχη (όντως…) Δικαιοσύνη, ή αν ήταν μόνο μια λέξη χρήσιμη στον ‘αγώνα’, αβάσιμη και σαθρή όμως στον εαυτό της. Και δεν μπορούσε και να αμφιβάλη τότε κανείς, για το αν ήταν ή όχι διδακτό (αν μπορούσε ή δεν μπορούσε να διδαχθή…) αυτό το Δίκαιο. Αν ήταν, κι αν υπήρχε το Δίκαιο, κι αν ήταν ένα Είδος (ορώ, έβλεπον, είδον…), τότε γινόταν κανείς δίκαιος, όταν το έβλεπε. « Ή νομίζεις – λέει ο Σωκράτης τής ‘Πολιτείας’ – πως είναι καν δυνατό, να μη μιμηθή κανείς αυτό στο οποίο και ‘χρονοτριβεί΄ θαυμάζοντάς το; (ή οίει τινά μηχανήν είναιότωι τις ομιλεί αγάμενοςμη μιμείσθαι εκείνο;). Ο φιλόσοφος που ‘χρονοτριβεί’ λοιπόν στο Θεϊκό και Διευθετημένο (αυτό που έχει τάξη και ρυθμό…), ‘διευθετείται’ και γίνεται (κι αυτός…) θεϊκός κατά την ανθρώπινη δυνατότητα». Αν ίσχυε όμως αυτό, δεν υπήρχε τότε παρά μια και μοναδική ‘εργασία’: να ανοίξης τα μάτια (και…) στους άλλους γι’ αυτό που έβλεπες ο ίδιος. Και δεν επρόκειτο για την αγωγή τού ενός μόνο. Αν διαλύονταν η πόλη, επειδή δεν τιμώνταν πια η Θέμις και η Δίκη στο ‘ποίμνιό’ της, έπρεπε να θεμελιωθή εκ νέου γύρω απ’ το Είδος τής Δικαιοσύνης, και γενικώς γύρω απ’ τοΕίδος, και τελικά και ύψιστα γύρω απ’ το αρχέτυπο του «Αγαθού», ως τοθεϊκό (εκείνο…) κέντρο που διευθετεί και συνδέει. Αυτό και τίποτα άλλο δεν εννοεί και το ‘επίγραμμα’ (Epigramm – ο επιγραμματικός λόγος…) τού Πλάτωνα, ότι δεν διαβλέπεται κανένα τέλος τής δυστυχίας, πριν να κυριαρχήσουν οι φιλόσοφοι ή να αναζητήσουν αυτοί που κυριαρχούν (οι άρχοντες…) με γνήσιο τρόπο την αλήθεια. Πρόκειται για μια διαφορετική και μόνο έκφραση εκείνης τής «συστηματικής» συνάφειας, που είχε πάντοτε γι’ αυτόν υπάρξει – όχι εκ συστάσεως (όπως είχε συσταθή δηλ. η πόλη…) αλλά απ’ τη βιωμένη αναγκαιότητα -  μεταξύ «Είδους» και «Πόλης».
( συνεχίζεται )
http://amethystosbooks.blogspot.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου