Παρασκευή 24 Μαΐου 2013

Βαριά άρρωστος ο κόσμος της σύγχρονης Τέχνης



Ο κορυφαίος τεχνοκριτικός Ντέιβιντ Χίκεϊ εγκαταλείπει το επάγγελμά του
The Observer

Ενας από τους κορυφαίους Αμερικανούς τεχνοκριτικούς εξαπέλυσε άγρια επίθεση στον κόσμο της σύγχρονης Τέχνης, λέγοντας ότι οποιοσδήποτε έχει διαβάσει «ένα κόμικ του Μπάτμαν» διαθέτει τα προσόντα για να σταδιοδρομήσει στο πεδίο αυτό.
Ο Ντέιβ Χίκεϊ, καθηγητής, έφορος μουσείων και συγγραφέας γνωστός για το ευρύτατο φάσμα της κριτικής του στόχευσης και την παθιασμένη υπεράσπιση της ομορφιάς στη συλλογή δοκιμίων του «The Invisible Dragon», γυρίζει την πλάτη του σε έναν κόσμο ο οποίος, όπως λέει, είναι αποστεωμένος, αυτοαναφορικός και όμηρος σε πλούσιους συλλέκτες που δεν έχουν κανένα σεβασμό για την τέχνη.
«Ασχολούνται με κερδοσκοπικές συναλλαγές hedge funds και ρίχνουν τα “ανεμομαζώματα” των κερδών τους στην τέχνη. Δεν είναι σοβαρά πράγματα αυτά», είπε στον Οbserver. «Οι εκδότες και οι κριτικοί τέχνης – άνθρωποι σαν κι εμένα- έχουν γίνει μια τάξη αυλικών. Το μόνο που κάνουμε είναι να τριγυρίζουμε στο παλάτι και να συμβουλεύουμε πάμπλουτους ανθρώπους. Για μένα, αυτό δεν αξίζει τον κόπο».
Ο Χίκεϊ λέει ότι ο κόσμος της τέχνης έχει αποκτήσει τη νοοτροπία τουρίστα. «Αν πάω στο Λονδίνο, όλοι θέλουν να μιλάνε για τον Ντάμιεν Χερστ. Απλώς δεν με ενδιαφέρει αυτός ο άνθρωπος. Ποτέ δεν μ’ ενδιέφερε. Μ’ ενδιαφέρει όμως ο Γκάρι Χιουμ κι έχω γράψει γι’ αυτόν αρκετές φορές».
Αν το θέμα ήταν να «ξεφορτωθεί» έργα τέχνης σε τιμή ευκαιρίας, στους καλλιτέχνες που έργα τους θα πουλούσε τώρα περιλαμβάνονται η Τζένι Χόλτζερ, ο Ρίτσαρντ Πρινς και ο Μαουρίτσιο Κατελάν. «Είναι καιρός να ξεφορτωθούμε μερικά από αυτά τα σκουπίδια», είπε.
Το ξέσπασμα του Χίκεϊ σημειώνεται τη στιγμή που πολλοί έφοροι σύγχρονης τέχνης σε φημισμένα μουσεία και πινακοθήκες παραπονούνται ότι έργα καλλιτεχνών όπως η Τρέισι Εμιν, ο Αντονι Γκρόμλεϊ και ο Μαρκ Κουίν είναι αποτέλεσμα «υπερβολικά μεγάλης φήμης, υπερβολικά μεγάλης επιτυχίας και υπερβολικά λίγης κριτικής αξιολόγησης» και ότι είναι «σε μεγάλο βαθμό υπερτιμημένα».
Μιλώντας στον Γουίλ Γκόμπετζ, τον καλλιτεχνικό συντάκτη του BBC, ένας έφορος μουσείου (που θέλησε να παραμείνει ανώνυμος) χαρακτήρισε τη δουλειά της Τρέισι Εμιν «κενή», προσθέτοντας ότι εξαιτίας των τεράστιων χρηματικών ποσών που εμπλέκονται, «πάντα αναγκάζεται κανείς να την υπερασπιστεί». Ο Γκόμπερτζ, ο οποίος πρόσφατα έγραψε το βιβλίο «What Are You Looking At? 150 Years of Modern Art» («Τι κοιτάζεις; 150 χρόνια μοντέρνας τέχνης»), συμμερίζεται την απογοήτευση του Χίκεϊ.
«Το χρήμα και η διασημότητα έχουν ρίξει τη σκιά τους στον κόσμο της τέχνης, ο οποίος εμποδίζει τις ιδέες και τις διαμάχες να βγουν στο προσκήνιο», είπε, προσθέτοντας ότι το σημερινό δίκτυο συλλεκτών, γκαλερί, μουσείων και εμπόρων τέχνης προσπαθεί με κάθε τρόπο να διατηρήσει τη χρηματική αξία και το στάτους καλλιτεχνών, καταπνίγοντας την ανοιχτή συζήτηση πάνω στην τέχνη.
«Η ελπίδα είναι να ξεκινήσει κάτι που θα σπάσει αυτό το σύστημα. Αυτή τη στιγμή είναι σαν να βρισκόμαστε σε παρισινό σαλόνι του 19ου αιώνα, όπου γραφειοκράτες και συντηρητικοί συνεργάζονται για να κρατήσουν σε ακινησία την καλλιτεχνική δημιουργία. Οι ιμπρεσιονιστές ήταν εκείνοι που έδωσαν την ώθηση για ένα νέο σύστημα, με επικεφαλής τους ίδιους τους καλλιτέχνες. Αυτό δημιούργησε τη μοντέρνα τέχνη και έναν καινούργιο τρόπο θέασης των πραγμάτων».
Χρειαζόμαστε καλλιτέχνες εκτός κατεστημένου
«Σήμερα χρειαζόμαστε καλλιτέχνες που να δουλεύουν εκτός κατεστημένου και να αρχίσουν να βλέπουν τον κόσμο με διαφορετικό τρόπο – να αμφισβητούν τους προϊδεασμούς αντί να τους ενισχύουν».
Ο Γκόμπερτζ υποστήριξε ότι ο Χίκεϊ είναι ένας άνθρωπος που ποτέ δεν μετάνιωσε για τις αποφάσεις του, προσθέτοντας ωστόσο πως δεν συμφωνεί με τον Αμερικανό κριτικό ότι όλος ο κόσμος της σύγχρονης τέχνης είναι ετοιμοθάνατος. «Υπάρχουν σημαντικοί καλλιτέχνες, όπως ο Αϊ Γουέιγουεϊ και ο Πίτερ Ντόιγκ, ο οποίος ζωγραφίζει πανέμορφους, ατμοσφαιρικούς πίνακες που φέρνουν στον νου τον Εντουαρντ Χόπερ».
Ο Ντέιβ Χίκεϊ, ο οποίος έχει ασχοληθεί στο παρελθόν με αγοραπωλησίες έργων τέχνης, δεν είναι υπεράνω της αξιολόγησης των έργων με όρους σχετικής αποτίμησης.
Οι αντιρρήσεις του όμως πηγάζουν από την πεποίθηση ότι ο κόσμος της τέχνης έχει γίνει χαοτικά μεγάλος, ελάχιστα φιλικός και χωρίς την απαραίτητη διακριτικότητα. «Είναι ελιτίστικο αυτό; Ναι. Οι κερδισμένοι κερδίζουν, οι χαμένοι χάνουν. Πυροβόλησε τον πληγωμένο, σώσε τον εαυτό σου. Αυτοί είναι οι κανόνες», λέει.
Οι παρατηρήσεις του έρχονται τις παραμονές των φθινοπωρινών δημοπρασιών. Με την Ευρώπη σε ύφεση και με την επιβράδυνση που σημειώνεται στην κινεζική και τη λατινοαμερικανική οικονομία, οι πωλητές ελπίζουν ότι νέοι συλλέκτες, όπως αυτοί που καταφθάνουν στην αγορά από το πλούσιο, λόγω πετρελαίου, Αζερμπαϊτζάν, θα τονώσουν τις πωλήσεις.
Στα 71 χρόνια του, ο Χίκεϊ θεωρείται εδώ και πολύ καιρό το τρομερό παιδί της τεχνοκριτικής, έχοντας κερδίσει τον σεβασμό για το εύρος της σκέψης του, τη διαύγεια και το στυλ του. Είπε κάποτε: «Ο κόσμος της τέχνης διαιρείται σε αυτούς που βλέπουν τον Ραφαήλ σαν να είναι γκράφιτι και εκείνους που βλέπουν το γκράφιτι σαν να είναι Ραφαήλ και εγώ προτιμώ τους δεύτερους».
Οπως είπε, δεν είχε συνειδητοποιήσει όταν μπήκε στον κόσμο της τέχνης τη δεκαετία του 1960 ότι το να κάνεις τέχνη είναι «αστική» δραστηριότητα. «Πουλούσα χίπικη τέχνη σε συλλέκτες και τώρα εκείνοι οι καλλιτέχνες ζουν σαν τους συλλέκτες στους οποίους πουλούσα. Εχουν σπίτι, εξοχικό, σκάφος και BMW».
Πιστεύει επίσης ότι οι σύμβουλοι τέχνης έχουν καταστείλει την ανάγκη να διαμορφώνουν άποψη οι συλλέκτες. «Παλιά, όταν στεκόσουν μπροστά σε ένα έργο τέχνης που δεν το καταλάβαινες, είχες μια υποχρέωση να σκεφτείς και να μαντέψεις. Τώρα δεν την έχεις», λέει. «Αν στεκόσουν μπροστά σ’ ένα έργο της Μπρίτζετ Ράιλι, έπρεπε να το κοιτάξεις καλά και αυτό άρχιζε να προκαλεί ενδιαφέρουσες σκέψεις και συναισθήματα. Τώρα ούτε καν το κοιτάς. Ρωτάς έναν σύμβουλο».
Ο Χίκεϊ λέει ότι ένα σημείο καμπής γι’ αυτόν ήταν όταν του ζήτησαν να υπογράψει ένα συμβόλαιο 10 σελίδων προκειμένου να συμμετάσχει σε μια δημόσια συζήτηση στο Μουσείο Γκούγκενχαϊμ της Νέας Υόρκης.
Η Λόρα Κάμινγκ, η κριτικός τέχνης του Observer, είπε ότι θα ήταν πραγματική απώλεια αν ο Χίκεϊ σταματούσε να γράφει σχόλια για την τέχνη. «Το παλάτι που περιγράφει ο Χίκεϊ, με τους λακέδες και τους σπιούνους του, τους ντίλερ και τους συμβούλους, δεν είναι μόνο αμερικανικό φαινόμενο. Είναι αλήθεια ότι κι εμείς έχουμε εγνωσμένα κακή τέχνη που γίνεται για τους νεόπλουτους του χρηματοπιστωτικού καζίνο, αλλά η βρετανική καλλιτεχνική σκηνή δεν είναι ακόμα τόσο γεμάτη από δουλικούς διευθυντές μουσείων και αδαείς κοσμικούς ώστε τίποτα να μη δημιουργείται ελεύθερα και να μη μπορούμε να δούμε την καλύτερη σύγχρονη τέχνη μας στα δημόσια μουσεία επειδή αυτό δεν βολεύει τους εμπόρους τέχνης».
Είναι σίγουρα δουλειά ενός πολιτιστικού σχολιαστή να δημιουργεί κυματισμούς, αλλά ο Χίκεϊ εμφανίζεται ανένδοτος όσον αφορά την απόφασή του να αποσυρθεί. «Τι μπορώ να σας πω; Ολα αυτά είναι ενοχλητικά και βλακώδη. Είμαι ένας διανοούμενος και δεν με ενδιαφέρει αν δεν με καλέσουν στο πάρτι. Αποχωρώ».
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου